μάξι

μάξι
το
1. μακρύ, μέχρι τον αστράγαλο, γυναικείο φόρεμα
2. η μόδα τών μακριών γυναικείων φορεμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. maxi < λατ. maximum «μέγιστο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κλίμαξι — κλί̱μαξι , κλῖμαξ ladder fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”